κωμικοτραγικός

κωμικοτραγικός
-ή, -ό
αυτός που προξενεί γέλιο και θλίψη, κωμικός και τραγικός ταυτόχρονα.
επίρρ...
κωμικοτραγικώς και -ά
φαιδρά και λυπηρά συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμικός + τραγικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κωμικοτραγικός — ή, ό ο αστείος και λυπηρός συνάμα: Ήταν ένα κωμικοτραγικό θέαμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραγικοκωμικός — ή, ό, Ν τραγικός και κωμικός ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγικός + κωμικός κατ αντιστροφή τού κωμικοτραγικός] …   Dictionary of Greek

  • τραγικοκωμικός — ή, ό τραγικός μαζί και κωμικός, κωμικοτραγικός: Έχει κλαυσίγελο το τραγικοκωμικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”